- φιρί φιρί
- ısrarla, inatla
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φιρί φιρί — Ν (επιρρμ. φρ.) 1. επίμονα, σκόπιμα («φιρί φιρί για καβγά τό πάει») 2. οπωσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. firil firil «κυκλικά». Η άποψη ότι ο τ. προέρχεται από τη φρ. θυρί θυρί δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
φιρί φιρί — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., επίμονα, επίτηδες, σκόπιμα: Πάει φιρί φιρί για καβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυρί φυρί — Ν βλ. φιρί φιρί … Dictionary of Greek